- αγριότοπος
- ο1) глухое, пустынное место; дикая местность; 2) пустырь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγριότοπος — ο και αγριοτόπι, το τόπος άγριος, τραχύς, και ερημικός … Dictionary of Greek
αγριότοπος — ο 1. τόπος ακαλλιέργητος: Αυτούς τους αγριότοπους σιγά σιγά τους έκαναν θαυμάσια χωράφια. 2. τόπος ερημικός, που τρομάζει κανείς να μείνει: Σ αυτόν τον αγριότοπο δεν είναι δυνατό να ζήσουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριοτοπία — ἀγριοτοπία, η (Μ) ο αγριότοπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριο + ουσ. τόπος + κατάλ. ία, ίσιος με επίδραση τού ουσ. τοποθεσία] … Dictionary of Greek
αγριοτόπι — το ο αγριότοπος* … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek